Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Αλίκη

Αλίκη

Η πριγκίπισσα Αλίκη του Μπάττενμπεργκ και μετέπειτα της Ελλάδας και της Δανίας (πλήρες όνομα Αλίκη, Βικτωρία, Ελισάβετ, Ιουλία), (Oυίνδσορ 25 Φεβρουαρίου 1885 – 5 Δεκεμβρίου 1969 Μπάκιγχαμ), ήταν σύζυγος του πρίγκιπα Ανδρέα της Ελλάδας και της Δανίας, γιου του βασιλιά Γεωργίου Α΄, και μητέρα του μετέπειτα συζύγου της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’ του Ηνωμένου Βασιλείου, Δούκα Φιλίππου του Εδιμβούργου.



Πρώιμα χρόνια

Η πριγκίπισσα Αλίκη γεννήθηκε στο κάστρο του Oυίνδσορ και ήταν το πρώτο παιδί του πρίγκιπα Λουδοβίκου Αλεξάνδρου του Μπάττενμπεργκ (1854 – 1921), αξιωματικό του αγγλικού πολεμικού ναυτικού και μετέπειτα ναύαρχο του στόλου, και της πριγκίπισσας Βικτωρίας της Έσσης-Ντάρμσταντ (1863 – 1950), εγγονή της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας.
Μεγάλωσε μεταξύ Χαϊλίγκενμπεργκ και Ντάρμσταντ Γερμανίας, Αγγλίας και Μάλτας, όπου ήταν και η βάση του αγγλικού ναυτικού στόλου στη Μεσόγειο θάλασσα. Σε ηλικία τεσσάρων ετών οι γιατροί διέγνωσαν πρόβλημα στην ακοή. [1]Η κώφωση της που πιθανόν προκλήθηκε από τα πολλά θαλάσσια ταξίδια σε μικρή ηλικία της δημιούργησε προβλήματα επικοινωνίας, τα οποία σταδιακά κατάφερε να τα ξεπεράσει μαθαίνοντας να διαβάζει τα χείλη των συνομιλητών της. Η δυσλειτουργία αυτή την ταλαιπώρησε για όλη της τη ζωή.
Ανέπτυξε αρκετά στενές σχέσεις με τη βασίλισσα Βικτωρία καθώς και με την θεία της, πριγκίπισσα Έλλα της Έσσης-Ντάρμσταντ[i], η θρησκευτικότητα και το τέλος της οποίας την επηρέασαν καθοριστικά στον υπόλοιπο βίο της. Μέχρι τα δεκαοκτώ μιλούσε άπταιστα γερμανικά και αγγλικά.

Γάμος με τον Ανδρέα

Στα δεκαεπτά της η πριγκίπισσα Αλίκη ήταν αρκετά όμορφη. Τον Ιούνιο του 1902 στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τον πρίγκιπα Ανδρέα της Ελλάδας και της Δανίας (1882 - 1944), ο οποίος είχε ταξιδέψει με την οικογένειά του για την στέψη του νέου βασιλιά της Αγγλίας, Εδουάρδου Ζ’. Σύντομα αρραβωνιάστηκαν, χωρίς επίσημες διαδικασίες, αλλά λόγω της στρατιωτικής ιδιότητας του Ανδρέα το ζευγάρι ήταν αναγκασμένο να ζήσει χωριστά για λίγους μήνες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί οτι ο δεσμός μεταξύ των δύο νέων συνάφθηκε υπό την πλήρη άγνοια των γονιών και σε καμία περίπτωση δεν ήταν απότοκος κάποιου συνοικεσίου[2].
Στις 10 Μαΐου του 1903 έγινε η επίσημη ανακοίνωση των αρραβώνων. Στις 6 Οκτωβρίου του 1903 τελέστηκε ο πολιτικός γάμος μεταξύ των δύο νέων στο Ντάρμσταντ και την επόμενη πραγματοποιήθηκαν δύο θρησκευτικοί γάμοι, ένας σε προτεσταντική εκκλησία και άλλος ένας ορθόδοξος σε ρωσικό παρεκκλήσιο. Ο γάμος έγινε με μεγάλη μεγαλοπρέπεια και παρευρέθηκαν πλήθος ευγενών μεταξύ των οποίων ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας, η βασίλισσα Όλγα της Ελλάδας, ο Τσάρος και η Τσαρίνα, ο Ερρίκος της Πρωσίας, κ.α. Ακολούθησε το γαμήλιο γλέντι και σχεδόν την ίδια μέρα αναχώρησαν για τον μήνα του μέλιτος στο παλάτι της οικογένειας της Αλίκης στο Χαϊλίγκενμπεργκ.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1904 το ζευγάρι έφτασε στον Πειραιά, όπου κόσμος και πολιτικοί παράγοντες του τόπου τους περίμεναν. Εγκαταστάθηκε στα βασιλικά ανάκτορα όπου διέμεναν και τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Ελλάδα δεν έλειψαν και τα ταξίδια στο εξωτερικό και κυρίως στην Αγγλία και τη Μάλτα. Το 1907 μετακόμισε στο Τατόι. Με την επανάσταση στο Γουδί ο πρίγκιπας Ανδρέας αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από το στράτευμα και ουσιαστικά αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή της Αθήνας. Τον Μάιο του 1910 παρευρέθηκαν στην κηδεία του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Ζ’ και πραγματοποίησαν και κάποιες επισκέψεις στο Παρίσι. Το 1911 ο πρίγκιπας Ανδρέας επέστρεψε πάλι στο στράτευμα.
Με το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου η Αλίκη έσπευσε να συνεισφέρει ως εθελόντρια στο έργο του Ερυθρού Σταυρού και των άλλων οργανώσεων. Στη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Θεσσαλονίκη, τα Σέρβια ίδρυσε νοσοκομεία στα οποία συμμετείχε και η ίδια προσφέροντας βοήθεια ως νοσοκόμα. Γι’ αυτό τιμήθηκε από τον βασιλιά της Αγγλίας με το παράσημο του Ερυθρού Σταυρού[3].
Όταν δολοφονήθηκε ο Γεώργιος Α’, και αφού έγινε η κηδεία του, ανοίχθηκε η διαθήκη[4] του σύμφωνα με την οποία άφηνε το παλάτι του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα στον Ανδρέα και την Αλίκη. Λίγο αργότερα η Αλίκη εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.


Εξορία

Τα πολιτικά γεγονότα στην Αθήνα οδήγησαν στη δημιουργία δύο κυβερνήσεων, μια φιλοβασιλική στην Αθήνα και μια στη Θεσσαλονίκη, υπό την προεδρία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τελικά ύστερα από συγκρούσεις και διεθνείς πιέσεις ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ εγκατέλειψε την Ελλάδα στις 14 Ιουνίου 1917 από τον Πειραιά και παραχώρησε, καθ’ υπόδειξη, τον θρόνο στον Αλέξανδρο Α’. Έτσι όμως όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση ήταν αδύνατη η παραμονή του πρίγκιπα Ανδρέα και της Αλίκης.
Εγκατέλειψαν λοιπόν την Κέρκυρα και εγκαταστάθηκαν στο Σαιν Μόριτζ της Ελβετίας όπου είχε καταφύγει ολόκληρη η βασιλική οικογένεια. Η Αλίκη σύντομα ξεκίνησε ταξίδια στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Μάλτα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Ελβετία συνέβησαν αρκετά περιστατικά που ταρακούνησαν την οικογενειακή της γαλήνη όπως η δολοφονία της θείας της Έλλα, η οποία ανακηρύχθηκε Αγία, και η εκθρόνιση του θείου της Έρνι, βασιλιά της Έσσης. Στην εξορία ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τον μυστικισμό και την θρησκεία.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1919 το κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκε και το κόμμα του Δημητρίου Γούναρη ανήλθε στην εξουσία. Αμέσως επιδίωξε και πέτυχε να επαναφέρει τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ στον θρόνο. Τον Νοέμβριο η Αλίκη έφτασε στην Κέρκυρα και απο εκεί ταξίδεψε στην Αθήνα. Τελικά εγκαταστάθηκε στο παλάτι του Μον Ρεπό, όπου γέννησε και τον μοναδικό γιο της οικογένειας πρίγκιπα Φίλιππο της Ελλάδας και της Δανίας, μετέπειτα σύζυγο της Ελισάβετ Β’ της Αγγλίας. Τον Ιούλιου του 1922 και παρ’ όλη την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Αγγλία για να παρευρεθεί στο γάμο του αδερφού της Ντίκυ, πρίγκιπα του Μπάττενμπεργκ, με την Εντουίνα Άσλεϊ.
Στις 19 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα έχοντας να αντιμετωπίσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Ελληνικός Στρατός είχε υποστεί ολοκληρωτική ήττα στην Μικρά Ασία από τον αντίστοιχο της Τουρκίας, επαναστατική κυβέρνηση είχε ανατρέψει την κυβέρνηση και ειδικό δικαστήριο, γνωστό και ως δίκη των έξι, είχε συλλάβει τους υπαιτίους, κατ' αυτό, της ήττας. Μεταξύ άλλων ήταν και ο πρίγκιπας Ανδρέας, ο οποίος οδηγήθηκε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου. Τελικά καταδικάστηκε ένοχος και σε επ' άπειρον αποπομπή από την Ελλάδα.
Τον Δεκέμβριο του 1922 ο Ανδρέας και η Αλίκη αναχώρησαν από το Φάληρο, με μια στάση στην Κέρκυρα, για το Μπρίντιζι με το πλοίο Καλυψώ.

Μετά την εξορία της η Αλίκη και ο Ανδρέας πήγαν αρχικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Η ζωή της ήταν σχετικά ανέμελη ενώ ταξίδευε συχνά. Τους πρώτους μήνες μάλιστα πραγματοποίησε και ένα υπερατλαντικό ταξίδι στις ΗΠΑ. Παράλληλα ασχολείτο με την ανατροφή των παιδιών της. Στις 3 Νοεμβρίου του 1925 η αδερφή της Λουίζα παντρεύτηκε τον χήρο πρίγκιπα Γουσταύο της Σουηδίας, μετέπειτα Βασιλιά Σουδίας, στο Λονδίνο, όπου η Αλίκη παρευρέθηκε. Η ζωή της ήταν αδιάφορη αφού στο Παρίσι δεν είχε να ασχοληθεί με κάτι συγκεκριμένο.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1928 η Αλίκη έγινε δεκτή στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η απόφασή της ήταν καθαρά προσωπική και επηρεασμένη απο τη ζωή της θείας της Έλλας. Ξαφνικά άρχισε να παρατηρείται μια ψυχική κούραση, η οποία σύμφωνα με την Βιργινία Σιμοπούλου[ii] πιθανόν να οφειλόταν στην αγάπη της για έναν Άγγλο που τελικά έληξε άδοξα[5]. Σημασία έχει ότι η Αλίκη άρχισε να συμπεριφέρεται παράξενα εκθέτοντας την οικογένειά της με τις διάφορες περίεργες θρησκευτικές απόψεις. Ισχυριζόταν μάλιστα ότι λάμβανε μηνύματα απο τον Θεό και οτι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
Ο Ανδρέας απευθύνθηκε στη πεθερά του Βικτωρία προκειμένου να βρεθεί κάποια λύση. Τελικά αποτάθηκαν στον γυναικολόγο της δρ. Λούρο, ο οποίος συμφώνησε να εισαχθεί στο ίδρυμα του δόκτωρα Σίμμελ, τον οποίο είχε προτείνει η γνωστή ψυχαναλύτρια πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας και της Δανίας. Η διάγνωση του Σίμμελ ήταν ότι η Αλίκη έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια αφού πίστευε ότι ήταν παντρεμένη με τον Χριστό[6].
Στις 2 Μαΐου του 1930 μεταφέρθηκε, αφού είχε πρώτα επισκεφθεί τους συγγενείς της στο σανατόριο του δρ. Λούντβιχ Μπίνσβανγκερ της κλινικής Μπελβύ στο Κροϊτσλίνγκεν της Ελβετίας. Η μεταφορά της πραγματοποιήθηκε χωρίς την θέλησή της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι από αυτό το σημείο και μετά η σχέση της με τον Ανδρέα έπαψε να υπάρχει αφού μέχρι τον θάνατο του δεύτερου συναντήθηκαν περί τις δύο-τρεις φορές. Στο σανατόριο η κατάστασή της δεν ήταν σταθερή. Υπήρχαν μέρες όπου πάθαινε κρίσεις και άλλες που απλώς καθόταν ήσυχη. Πάντα όμως υποστήριζε τις θρησκευτικές της απόψεις. Το 1932 προσπάθησε να αποδράσει χωρίς επιτυχία.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1932 μεταφέρθηκε στο σανατόριο Μάρτινσμπρουν στο Μεράνο της Ιταλίας. Μέχρι το 1936 διέμεινε στην Ιταλία, όχι όμως και στο σανατόριο, ζώντας μια ήρεμη ζωή χωρίς όμως να έχει ξεπεράσει απόλυτα το πρόβλημά της. Το Νοέμβριο του 1936 μετακόμισε στο Μπράιμπαχ της Κολωνίας όπου ζούσε με την οικογένεια Μάκβιτζ. Είναι γεγονός ότι από το 1932 και μετά άρχισε να δείχνει σημάδια βελτίωσης, γι' αυτό και οι κόρες της άρχισαν να την προσκαλούν να κάνουν διακοπές μαζί.
Στις 16 Νοεμβρίου του 1937 συνέβη ένα τραγικό περιστατικό. Το αεροπλάνο το οποίο μετέφερε την κόρη της Σεσίλια με τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά συνετρίβη με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 23 Νοεμβρίου και συνάντησε για πρώτη φορά από το 1931 τον σύζυγό της Ανδρέα καθώς και τον αδερφό της Ντίκυ, που είχε να τον δεί απο το 1929. Παρόλο που συνομίλησε με τον Ανδρέα η σχέση τους είχε πια διαλυθεί διαλέγοντας ο καθένας χωριστούς δρόμους.
Στις 8 Απριλίου του 1938 απεβίωσε ο αδερφός της Τζώρτζι. Μετά εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου έχοντας ήδη αρχίσει να σκέφτεται την επιστροφή της στην Ελλάδα. Γι' αυτό είχε συναντηθεί και με τον Μενέλαο Μεταξά, στρατιωτικό ακόλουθο του Ανδρέα.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Το Νοέμβριο του 1938 η πριγκίπισσα Αλίκη επέστρεψε για πρώτη φορά μετά την φυγή της από την Ελλάδα το 1922. Σύντομα διάλεξε να εγκατασταθεί στην οδό Κουμπάρη 8, απέναντι από το Μουσείο Μπενάκη. Το καλοκαίρι ήρθε να μείνει για λίγες εβδομάδες και ο γιος της πρίγκιπας Φίλιππος, ο οποίος αργότερα απαρνήθηκε τον τίτλο του πρίγκιπα της Ελλάδα και της Δανίας προκειμένου να υπηρετήσει στο Αγγλικό Ναυτικό[7].
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η Αλίκη δυσκολευόταν να επικοινωνήσει με τις δύο κόρες της που έμεναν στη Γερμανία. Εν τω μεταξύ η Ελλάδα είχε νικήσει τους Ιταλούς και υπήρχε θετικό κλίμα στους κύκλους της βασιλικής οικογένειας. Λίγους μήνες αργότερα όμως οι Γερμανοί αφού εισέβαλαν στην Γιουγκοσλαβία κατήλθαν έτσι ώστε να βοηθήσουν την Ιταλία. Τον Απρίλιο του 1941 εισήλθαν στην Αθήνα. Η βασιλική οικογένεια και η κυβέρνηση είχαν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα στις 23 του μήνα. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο αδερφός του Παύλος μετέβησαν στο Λονδίνο ενώ τα άλλα μέλη εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και την Νότιο Αφρική.
Η Αλίκη με τη σκέψη να ενισχύσει τους Έλληνες στις δύσκολες στιγμές, έμεινε στην Αθήνα. Στην Αθήνα παρέμεινε και η πριγκίπισσα Ελένη, σύζυγος του Πρίγκιπα Νικολάου της Ελλάδας και της Δανίας. Τον Ιούλιο του 1942 μετακόμισε στο σπίτι του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας και της Δανίας στην οδό Ακαδημίας.
Η Αλίκη άρχισε να διοργανώνει συσσίτια και να συμμετέχει εθελοντικά στην διανομή τους. Ενδεικτικό της προσφοράς της ήταν ότι η Αλίκη, αν και προμηθευόταν τρόφιμα, είχε χάσει 26 κιλά. Τον Μάϊο του 1942 ταξίδεψε στη Σουηδία και στο Βερολίνο, όπου συναντήθηκε με την αδερφή της και τα παιδιά της αντίστοιχα. Την περίοδο της κατοχής η Αλίκη είχε αναλάβει την διαχείριση πολλών ορφανοτροφείων και συσσιτίων προσφέροντας σημαντικό κοινωνικό έργο[8]. Όχι μόνο υποτιμούσε τους αξιωματικούς των Γερμανών αλλά τόλμησε και να προστατέψει στο σπίτι της μια οικογένεια Ελλήνων Εβραίων, πράξη για την οποία τιμήθηκε αργότερα[9].
Η οικογένεια Κοέν, εβραϊκής καταγωγής, η οποία είχε σχέσεις με την βασιλική οικογένεια και μάλιστα ένα μέλος της, ο Χαϊμακί, είχε εκλεγεί και βουλευτής. Τα παιδιά του αναγκάστηκαν με τον φόβο της σύλληψης να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Μετά απο μεσολάβηση της κας Σοφούλη, συζύγου του πρώην πρωθυπουργού Θεμιστοκλή, και της κας Δεληγιάννη, η κα Ραχήλ και Τίλδη, κόρη της πρώτης, Κόεν εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της Αλίκης χωρίς όμως να βγαίνουν απο αυτό. Τα άλλα μέλη της οικογένειας κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Η ίδια η Αλίκη δεν αναφέρθηκε ποτέ για αυτό το γεγονός το οποίο μαθεύτηκε μετά τον θάνατό της. Στο διάστημα 1943-1944 απεβίωσαν ο σύζυγος της κόρης της Σοφία, Κρίστοφ της Έσσης καθώς και ο σύζυγός της, Ανδρέας, θάνατο που έμαθε καθυστερημένα.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Αλίκη ζούσε μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας. Η κόρη της Σοφία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Γεώργιο του Ανόβερου ενώ ο γιος της Φίλιππος παντρεύτηκε την διάδοχο του θρόνου Ελισάβετ του Ηνωμένου Βασιλείου. Αναμφίβολα ο δεύτερος γάμος ήταν και ο σημαντικότερος.
Στις 20 Νοεμβρίου τελέστηκε η γαμήλια τελετή στο αβαείο του Ουέστμινιστερ. Μετά από μερικούς μήνες επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1949 αγόρασε ένα διαμέρισμα στην Πατριάρχου Ιωακείμ 61 στο Κολωνάκι. Τον ίδιο χρόνο μετακόμισε στην Τήνο για να ιδρύσει μια μοναστηριακή αδελφότητα. Είχε ήδη αρχίσει να φοράει μοναστηριακή αμφίεση, αμφίεση που την διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Πράγματι η Αλίκη εγκαταστάθηκε στην Τήνο και άρχισε να κατασκευάζει το μοναστήρι σε ιδιόκτητο χώρο της εκκλησίας της Παναγίας της Τήνου. Η Αλίκη όμως δεν ήταν πραγματική μοναχή αφού δεν ακολουθούσε τους αυστηρούς κανόνες που επέβαλε στο μοναστήρι[10]. Το καλοκαίρι του 1949 αποφάσισε τελικά να επιστρέψει στην Αθήνα και να ιδρύσει εκεί το μοναστήρι της. Προκειμένου να βρεί χρηματικούς πόρους ταξίδεψε στην Αμερική.
Τον Σεπτέμβριο του 1950 ταξίδεψε στην Αγγλία στην μητέρα της Βικτωρία που ήταν άρρωστη. Στις 23 του ίδιου μήνα απεβίωσε[11] και τάφηκε δίπλα στον άντρα της Λουδοβίκο στο κοιμητήριο του Γουίπινχαμ. Το 1952 πραγματοποίησε και δεύτερη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες για συγκέντρωση χρημάτων για το μοναστήρι που σχεδίαζε.[11] Στις 2 Ιουνίου του 1953 πραγματοποιήθηκε η στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’ του Ηνωμένου Βασιλείου όπου και παρευρέθηκε η Αλίκη.[11] Παράλληλα συνέχιζε τη φιλανθρωπική της δραστηριότητα οργανώνοντας στο μοναστήρι μικρό ιατρείο. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1950 η αδελφότητα λόγω περιορισμένης δραστηριότητας σταμάτησε τη λειτουργία της[12]. Από το 1953 είχε ήδη εγκατασταθεί στο νέο της διαμέρισμα στην Πατριάρχου Ιωακείμ 7.
Τον Ιανουάριο του 1955 η Αλίκη έχασε μια φίλη που την είχε στηρίξει σχεδόν σε όλη της τη ζωή. Η Βιργινία Σιμοπούλου, κυρία επί των τιμών, πέθανε από εγκεφαλικό. Την θέση της Σιμοπούλου πήρε μια γειτόνισσα της Αλίκης, η Κίττυ Βαλαωρίτη. Τον Ιανουάριο του 1960 ταξίδεψε, κατόπιν προσκλήσεως της υπουργού υγείας Αμρίτ Καούρ, στην Ινδία[12]. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1965 η Αλίκη ταξίδεψε στην Σουηδία για να ενισχύσει ψυχολογικά την άρρωστη αδερφή της, Λουίζα η οποία τελικώς πέθανε στις 7 Μαρτίου του 1965 στο νοσοκομείο του Σαιντ Γκόαν της Στοκχόλμης της Σουηδίας και ενταφιάστηκε στο βασιλικό κοιμητήριο στη Στοκχόλμη.

Τελευταία χρόνια

Στις 21 Απριλίου του 1967 ξέσπασε στην Αθήνα το στρατιωτικό πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Η Αλίκη για ασφάλεια εγκαταστάθηκε στα βασιλικά ανάκτορα αλλά λίγες μέρες αργότερα επέστρεψε στο διαμέρισμά της. Τον Μάϊο του ίδιου χρόνου η Αλίκη αναχώρησε μόνιμα για την Αγγλία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο κάστρο του Γουίσνδορ και στη συνέχεια στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Τον Δεκέμβριο ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ της Ελλάδας, ύστερα απο αποτυχημένο αντιπραξικόπημα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με την οικογένειά του στη Ρώμη. Παρ' όλα αυτά η ελληνική πρεσβεία δεν αντιτίθετο σε ενδεχόμενη επιστροφή της Αλίκης στην Ελλάδα. Μέχρι το θάνατό της η ζωή της κύλησε ήσυχα ζώντας στα δωμάτια του Μπάκιγχαμ και φροντίζοντας τα εγγόνια της.
Απεβίωσε την ώρα που κοιμόταν στα προσωπικά διαμερίσματα της στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ σε ηλικία 84 ετών στις 5 Δεκεμβρίου του 1969. Έπασχε από χρόνια βρογχίτιδα και ο θάνατός της δεν αιφνιδίασε τα μέλη της οικογένειας. Η κηδεία τελέστηκε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου στο Γουίνδσορ παρουσία της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’ του Ηνωμένου Βασιλείου, του Δούκα Φιλίππου του Εδιμβούργου, του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ της Ελλάδας καθώς και άλλων μελών των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης. Ενταφιάστηκε στη βασιλική στοά του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου.
Η επιθυμία της Αλίκης ήταν να ταφεί δίπλα στην θεία της Έλλα της Έσσης-Ντάρμσταντ στην Ιερουσαλήμ. Όμως λόγω τυπικών και διπλωματικών προβλημάτων δεν κατέστη δυνατή η ταφή της. Τελικά τον Αύγουστο του 1988, η σορός της μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ και ενταφιάστηκε στον κήπο της Γεσθημανής υπό την παρουσία συγγενών της και του Ορθόδοξου Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ.
Στις 11 Απριλίου του 1993 απονεμήθηκε στην πριγκίπισσα Αλίκη το βραβείο της Ενάρετης των Εθνών για το γεγονός ότι κινδύνευσε προκειμένου να σώσει τη ζωή Εβραίου.[13] Το βραβείο παρέλαβαν τα δύο εναπομείναντα στη ζωή παιδιά της, ο Δούκας Φίλιππος του Εδιμβούργου και η πριγκίπισσα Σοφία του Ανόβερου στις 31 Οκτωβρίου του 1994 στην Ιερουσαλήμ.

Οικογένεια

Η πριγκίπισσα Αλίκη ήταν παντρεμένη με τον πρίγκιπα Ανδρέα της Ελλάδας και της Δανίας και είχαν αποκτήσει πέντε παιδιά:
Πριγκίπισσα Μαργαρίτα της Ελλάδας και της Δανίας (1905 – 1981), μετέπειτα σύζυγος του πρίγκιπα Γκότφρηντ του Χοενλόχε-Λάνγκεμπεργκ
Πριγκίπισσα Θεοδώρα της Ελλάδας και της Δανίας (1906 – 1969), μετέπειτα σύζυγος του Μπέρτολντ του Μπάντεν
Πριγκίπισσα Καικιλία της Ελλάδας και της Δανίας (1911 – 1937), παντρεμένη με τον πρίγκιπα Ντον της Έσσης
Πριγκίπισσα Σοφία της Ελλάδας και της Δανίας (1914 – 2001), παντρεμένη σε πρώτο γάμο με τον πρίγκιπα Κριστόφ της Έσσης και σε δεύτερο με τον πρίγκιπα Γεώργιο του Ανόβερου
Πρίγκιπα Φίλιππο της Ελλάδας και της Δανίας (1921 - ), παντρεμένος από το 1947 με τη σημερινή Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου και δούκας του Εδιμβούργου.
Εγγονός της είναι ο διάδοχος του θρόνου του Ηνωμένου Βασιλείου Κάρολος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου